- κλεινᾷ
- κλεινόςfamousfem dat sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κλεινά — κλεινός famous neut nom/voc/acc pl κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc/acc dual κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλείν' — κλεινά , κλεινός famous neut nom/voc/acc pl κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc/acc dual κλεινά̱ , κλεινός famous fem nom/voc sg (doric aeolic) κλεινέ , κλεινός famous masc voc sg κλειναί , κλεινός famous fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεινᾶι — κλεινᾷ , κλεινός famous fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεινάν — κλεινά̱ν , κλεινός famous fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλεινάς — κλεινά̱ς , κλεινός famous fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
κλεινός — ή, ό(ν) (AM κλεινός, ή, όν, Α ιων. τ. κλεεινός, αιολ. τ. κλεενός) ένδοξος, περίφημος, επιφανής, διάσημος, ονομαστός (α. «κλεινά Σαλαμίς», Σοφ. β. «ἡ Διὸς κλεινὴ δάμαρ», Αισχύλ. γ. «ὦ κλεινοτάτην αἰθέριον οἰκίσας πόλιν», Αριστοφ.) νεοελλ. φρ. «το… … Dictionary of Greek
λοχείος — α, ο (Α λοχεῑος, ία, ον θηλ. και ος) 1. ο τόπος όπου γεννά μια μητέρα (α. «λοχεῑα κλεινὰ λιποῡσα» αφού εγκατέλειψε τον τόπο όπου γέννησε το παιδί, Ευρ. β. «αἱ λόχειοι ἡμέραι» μέρες καθιερωμένες για ευχαριστίες ύστερα από ευτυχή τοκετό, Πλούτ.) 2 … Dictionary of Greek